- μπουκάλα
- ηφιάλη, μεγάλο μπουκάλι, μποτίλια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπουκάλα — η 1. μεγάλο μπουκάλι 2. είδος παιχνιδιού 3. φρ. α) «έμεινα μπουκάλα» έμεινα στη μέση, έμεινα στα κρύα τού λουτρού β) «μέ άφησε μπουκάλα» μέ άφησε να περιμένω, μέ κορόιδεψε με υποσχέσεις και μέ εγκατέλειψε. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουκάλι + μεγεθ. κατάλ. α … Dictionary of Greek
-άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… … Dictionary of Greek
ασκοπυτίνη — ἀσκοπυτίνη, η (Α) δερμάτινο παγούρι για κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + πυτίνη, η «μπουκάλα, νταμιτζάνα»] … Dictionary of Greek
μεσάτος — η, ο 1. (για ρούχα) αυτός που είναι ραμμένος έτσι ώστε να στενεύει και να ακολουθεί τη γραμμή τής μέσης («μεσάτο σακάκι») 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει λεπτή μέση 3. (για δοχεία) αυτός που είναι γεμάτος ώς τη μέση («μεσάτη μπουκάλα»). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μποτίλια — η 1. γυάλινο δοχείο με στενό λαιμό για νερό ή άλλα υγρά, φιάλη, μπουκάλα 2. φιάλη υγραερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. bottiglia < μσν. λατ. butticula, υποκορ. τού buta < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (πρβλ. βυτίο] … Dictionary of Greek
στραγγίζω — ΝΜΑ [στράγξ, γγός] 1. βγάζω το υγρό που περιέχεται σε κάτι συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «στραγγίζω τα ρούχα» β. «στραγγίζω ἐλαίας», Γεωπ. γ. «στραγγιεῑ τὸ αἷμα», ΠΔ) 2. διηθώ, σουρώνω (α. «στραγγίζω το κρασί» β.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… … Dictionary of Greek
καταστραγγίζω — καταστράγγισα, καταστραγγίστηκα, καταστραγγισμένος, στραγγίζω εντελώς: Την καταστράγγισε την μπουκάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)